απάτωρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | απάτωρ | οι | απάτορες |
γενική | του/της | απάτορος | των | απατόρων |
αιτιατική | τον/την | απάτορα | τους/τις | απάτορες |
κλητική | απάτορ | απάτορες | ||
Δείτε και το αρχαίο «ἀπάτωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «διδάκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απάτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπάτωρ < πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ph₂tḗr
Επίθετο επεξεργασία
απάτωρ αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
απάτωρ