ἀπάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ἀπᾰτορ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπάτωρ | τὸ | ἀπάτορ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀπάτορος | τοῦ | ἀπάτορος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀπάτορῐ | τῷ | ἀπάτορῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπάτορᾰ | τὸ | ἀπάτορ | ||
κλητική ὦ! | ἀπάτορ | ἀπάτορ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπάτορες | τὰ | ἀπάτορᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀπατόρων | τῶν | ἀπατόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπάτορσῐ(ν) | τοῖς | ἀπάτορσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπάτορᾰς | τὰ | ἀπάτορᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀπάτορες | ἀπάτορᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπάτορε | τὼ | ἀπάτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπατόροιν | τοῖν | ἀπατόροιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀπάτωρ' όπως «ἀπάτωρ» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀπάτωρ, -ωρ, -ορ ή διγενές: αρσενικό ή θηλυκό
- χωρίς πατέρα
- → δείτε παράθεμα στο σπόριος
- ορφανός από πατέρα
- αποκηρυγμένος από τον πατέρα του
- αγνώστου πατρός
Σημειώσεις
επεξεργασία- Το ουδέτερο εμφανίζεται μόνο στον πληθυντικό (ἀπάτορα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές
επεξεργασία- ἀπάτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.