απάλιωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απάλιωτος, -η, -ο
- (προφορικό) που αν και έχει παλιώσει, φαίνεται ακόμα σαν καινούργιος ή μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απάλιωτος
|