αορτολαγόνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αορτολαγόνιος < αορτή + -ο- + λαγόνιος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aortoiliac)
Επίθετο επεξεργασία
αορτολαγόνιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αορτολαγόνιος
αορτολαγόνιος