Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αορτολαγόνιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αορτολαγόνι
ος
η
αορτολαγόνι
α
το
αορτολαγόνι
ο
γενική
του
αορτολαγόνι
ου
της
αορτολαγόνι
ας
του
αορτολαγόνι
ου
αιτιατική
τον
αορτολαγόνι
ο
την
αορτολαγόνι
α
το
αορτολαγόνι
ο
κλητική
αορτολαγόνι
ε
αορτολαγόνι
α
αορτολαγόνι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αορτολαγόνι
οι
οι
αορτολαγόνι
ες
τα
αορτολαγόνι
α
γενική
των
αορτολαγόνι
ων
των
αορτολαγόνι
ων
των
αορτολαγόνι
ων
αιτιατική
τους
αορτολαγόνι
ους
τις
αορτολαγόνι
ες
τα
αορτολαγόνι
α
κλητική
αορτολαγόνι
οι
αορτολαγόνι
ες
αορτολαγόνι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αορτολαγόνιος
<
αορτή
+
-ο-
+
λαγόνιος
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
aortoiliac
)
Επίθετο
επεξεργασία
αορτολαγόνιος
(
ιατρική
) που αφορά την
αορτή
και την
λαγόνια
αρτηρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αορτολαγόνιος
αγγλικά
:
aortoiliac
(en)