Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξονοσυμμετρικός η αξονοσυμμετρική το αξονοσυμμετρικό
      γενική του αξονοσυμμετρικού της αξονοσυμμετρικής του αξονοσυμμετρικού
    αιτιατική τον αξονοσυμμετρικό την αξονοσυμμετρική το αξονοσυμμετρικό
     κλητική αξονοσυμμετρικέ αξονοσυμμετρική αξονοσυμμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξονοσυμμετρικοί οι αξονοσυμμετρικές τα αξονοσυμμετρικά
      γενική των αξονοσυμμετρικών των αξονοσυμμετρικών των αξονοσυμμετρικών
    αιτιατική τους αξονοσυμμετρικούς τις αξονοσυμμετρικές τα αξονοσυμμετρικά
     κλητική αξονοσυμμετρικοί αξονοσυμμετρικές αξονοσυμμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξονοσυμμετρικός < άξονας + -ο- + συμμετρικός

  Επίθετο επεξεργασία

αξονοσυμμετρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία