αξονοσυμμετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξονοσυμμετρικός < άξονας + -ο- + συμμετρικός
Επίθετο
επεξεργασίααξονοσυμμετρικός, -ή, -ό
- συμμετρικός ως προς τον άξονα, που παρουσιάζει κυλινδρική συμμετρία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξονοσυμμετρικός