αξονομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξονομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axonométrie < αρχαία ελληνική ἄξων + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίααξονομετρία θηλυκό
- (γεωμετρία) αναπαράσταση ενός τρισδιάστατου αντικειμένου ή σώματος σε δισδιάστατο επίπεδο
Συγγενικά
επεξεργασία- αξονομετρικά
- αξονομετρικός
- → δείτε τις λέξεις άξονας και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξονομετρία