• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανυδρίτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανυδρίτης οι ανυδρίτες
      γενική του ανυδρίτη των ανυδριτών
    αιτιατική τον ανυδρίτη τους ανυδρίτες
     κλητική ανυδρίτη ανυδρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydride < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ
  2. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydrite < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανυδρίτης αρσενικό

  1. (χημεία) χημική ένωση που προκύπτει από άλλη (ή άλλες) με αφαίρεση μορίου νερού
  2. (ορυκτολογία) το ορυκτό «άνυδρος γύψος», «άνυδρο θειικό ασβέστιο»

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις άνυδρος και ύδωρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανυδρίτης
  • αγγλικά : anhydride (en)(1), anhydrite (en)(1)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανυδρίτης&oldid=6915762"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Αυγούστου 2024, στις 20:14

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Αυγούστου 2024, στις 20:14.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας