Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανυδρίτης οι ανυδρίτες
      γενική του ανυδρίτη των ανυδριτών
    αιτιατική τον ανυδρίτη τους ανυδρίτες
     κλητική ανυδρίτη ανυδρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydride < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ
  2. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydrite < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

ανυδρίτης αρσενικό

  1. (χημεία) χημική ένωση που προκύπτει από άλλη (ή άλλες) με αφαίρεση μορίου νερού
  2. (ορυκτολογία) το ορυκτό «άνυδρος γύψος», «άνυδρο θειικό ασβέστιο»

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία