αντιφυλετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιφυλετικός < αντι- + φυλετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίααντιφυλετικός -ή, -ό
- (πολιτική, κοινωνιολογία) που είναι αντίθετος στο φυλετισμό, στις διακρίσεις με βάση τη φυλή
- ορισμένα κράτη εφαρμόζουν ενεργό αντιφυλετική πολιτική, προκειμένου να ξεπεραστούν οι διαχωρισμοί των πολιτών με βάση τη φυλετική καταγωγή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιφυλετικός