αντιτυφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιτυφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antityphique < anti- + typhique < αρχαία ελληνική τῦφος
Επίθετο
επεξεργασίααντιτυφικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση του τύφου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τύφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιτυφικός