Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισκωριακός η αντισκωριακή το αντισκωριακό
      γενική του αντισκωριακού της αντισκωριακής του αντισκωριακού
    αιτιατική τον αντισκωριακό την αντισκωριακή το αντισκωριακό
     κλητική αντισκωριακέ αντισκωριακή αντισκωριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισκωριακοί οι αντισκωριακές τα αντισκωριακά
      γενική των αντισκωριακών των αντισκωριακών των αντισκωριακών
    αιτιατική τους αντισκωριακούς τις αντισκωριακές τα αντισκωριακά
     κλητική αντισκωριακοί αντισκωριακές αντισκωριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισκωριακός < αντι- + σκωρία

  Επίθετο επεξεργασία

αντισκωριακός, -ή, -ό

  1. που αποβλέπει στην καταπολέμηση της σκουριάς
    αντισκωριακή προστασία
    αντισκωριακό χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία