Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντισκωριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντισκωριακ
ός
η
αντισκωριακ
ή
το
αντισκωριακ
ό
γενική
του
αντισκωριακ
ού
της
αντισκωριακ
ής
του
αντισκωριακ
ού
αιτιατική
τον
αντισκωριακ
ό
την
αντισκωριακ
ή
το
αντισκωριακ
ό
κλητική
αντισκωριακ
έ
αντισκωριακ
ή
αντισκωριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντισκωριακ
οί
οι
αντισκωριακ
ές
τα
αντισκωριακ
ά
γενική
των
αντισκωριακ
ών
των
αντισκωριακ
ών
των
αντισκωριακ
ών
αιτιατική
τους
αντισκωριακ
ούς
τις
αντισκωριακ
ές
τα
αντισκωριακ
ά
κλητική
αντισκωριακ
οί
αντισκωριακ
ές
αντισκωριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντισκωριακός
<
αντι-
+
σκωρία
Επίθετο
επεξεργασία
αντισκωριακός, -ή, -ό
που αποβλέπει στην
καταπολέμηση
της
σκουριάς
αντισκωριακή
προστασία
αντισκωριακό
χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντισκωριακός
αγγλικά
:
antirust
(en)
γαλλικά
:
antirouille
(fr)