αντιρρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιρρητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀντιρρητικός < ἀντίρρησις < ῥῆσις < ἐρῶ
Επίθετο
επεξεργασίααντιρρητικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει και εκφράζει αντιρρήσεις και διαφωνίες
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αντιρρητική θεολογία: που μελετά και εκφράζει αντιρρήσεις και διαφωνίες αναφορικά με άλλα δόγματα ή θρησκείες