Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιρρητικός η αντιρρητική το αντιρρητικό
      γενική του αντιρρητικού της αντιρρητικής του αντιρρητικού
    αιτιατική τον αντιρρητικό την αντιρρητική το αντιρρητικό
     κλητική αντιρρητικέ αντιρρητική αντιρρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιρρητικοί οι αντιρρητικές τα αντιρρητικά
      γενική των αντιρρητικών των αντιρρητικών των αντιρρητικών
    αιτιατική τους αντιρρητικούς τις αντιρρητικές τα αντιρρητικά
     κλητική αντιρρητικοί αντιρρητικές αντιρρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιρρητικός < (ελληνιστική κοινήἀντιρρητικός < ἀντίρρησις < ῥῆσις < ἐρῶ

  Επίθετο επεξεργασία

αντιρρητικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • αντιρρητική θεολογία: που μελετά και εκφράζει αντιρρήσεις και διαφωνίες αναφορικά με άλλα δόγματα ή θρησκείες

  Μεταφράσεις επεξεργασία