αντιπολιτευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπολιτευτικός < αντιπολίτευση
Επίθετο
επεξεργασίααντιπολιτευτικός
- που ασκεί αντιπολίτευση, που ανήκει ή αναφέρεται στην αντιπολίτευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπολιτευτικός