Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπληθωρικός η αντιπληθωρική το αντιπληθωρικό
      γενική του αντιπληθωρικού της αντιπληθωρικής του αντιπληθωρικού
    αιτιατική τον αντιπληθωρικό την αντιπληθωρική το αντιπληθωρικό
     κλητική αντιπληθωρικέ αντιπληθωρική αντιπληθωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπληθωρικοί οι αντιπληθωρικές τα αντιπληθωρικά
      γενική των αντιπληθωρικών των αντιπληθωρικών των αντιπληθωρικών
    αιτιατική τους αντιπληθωρικούς τις αντιπληθωρικές τα αντιπληθωρικά
     κλητική αντιπληθωρικοί αντιπληθωρικές αντιπληθωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπληθωρικός < αντι- + πληθωρικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anti-inflationniste)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπληθωρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία