αντιπληθωρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπληθωρικός < αντι- + πληθωρικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anti-inflationniste)
Επίθετο επεξεργασία
αντιπληθωρικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπληθωρικός
|