αντιπαράδειγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαράδειγμα < αντι- + παράδειγμα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική counterexample [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.paˈɾa.ðiɣma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐ρά‐δειγ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπαράδειγμα ουδέτερο
- παράδειγμα με αντίθετο αποτέλεσμα από ένα άλλο, για να αναστρέψει τη βασιμότητά του και να αποδείξει ότι στο πρώτο παράδειγμα ο ισχυρισμός ή μια υπόθεση δεν είναι αληθής
- ↪ Κε καθηγητά, εάν κατάλαβα καλά είπατε Χι, αλλά με λίγη σκέψη αντελήφθηκα πως εννοούσατε Ψι. Αυτό δεν είναι ένα αντιπαράδειγμα ως προς το Χι; Πραγματικά κάποιος από τους δύο μας είναι λάθος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαράδειγμα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιπαράδειγμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)