contrexemple
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contrexemple | contrexemples |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcontrexemple (fr) αρσενικό (ορθογραφία του 1990)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- contre-exemple (παραδοσιακή ορθογραφία)
ενικός | πληθυντικός |
contrexemple | contrexemples |
contrexemple (fr) αρσενικό (ορθογραφία του 1990)