αντιπαθέστερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαθέστερος < συγκριτικός βαθμός του αντιπαθής, αντιπαθ-έσ-τερος και του αντιπαθητικός. Και αρχαίο ἀντιπαθέστερος
Επίθετο επεξεργασία
αντιπαθέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο αντιπαθής, αντιπαθητικός απο κάποιον άλλο ή από τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Δεν λέω, έχεις δίκιο, η γυναίκα του είναι πολύ αντιπαθητική, αλλά η πεθερά του, αντιπαθέστερη
Παράγωγα επεξεργασία
- αντιπαθέστερα (επίρρημα)