Δείτε επίσης: ἀντιπαθέστερος
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπαθέστερος η αντιπαθέστερη το αντιπαθέστερο
      γενική του αντιπαθέστερου της αντιπαθέστερης του αντιπαθέστερου
    αιτιατική τον αντιπαθέστερο την αντιπαθέστερη το αντιπαθέστερο
     κλητική αντιπαθέστερε αντιπαθέστερη αντιπαθέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπαθέστεροι οι αντιπαθέστερες τα αντιπαθέστερα
      γενική των αντιπαθέστερων των αντιπαθέστερων των αντιπαθέστερων
    αιτιατική τους αντιπαθέστερους τις αντιπαθέστερες τα αντιπαθέστερα
     κλητική αντιπαθέστεροι αντιπαθέστερες αντιπαθέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπαθέστερος < συγκριτικός βαθμός του αντιπαθής, αντιπαθ-έσ-τερος και του αντιπαθητικός. Και αρχαίο ἀντιπαθέστερος

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπαθέστερος, -η, -ο

  • που είναι πιο αντιπαθής, αντιπαθητικός απο κάποιον άλλο ή από τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
    Δεν λέω, έχεις δίκιο, η γυναίκα του είναι πολύ αντιπαθητική, αλλά η πεθερά του, αντιπαθέστερη

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία