αντινομιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντινομιστικός < αντινομιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααντινομιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον αντινομισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντινομισμός και νόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντινομιστικός
|