↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμικροβιολογικός η αντιμικροβιολογική το αντιμικροβιολογικό
      γενική του αντιμικροβιολογικού της αντιμικροβιολογικής του αντιμικροβιολογικού
    αιτιατική τον αντιμικροβιολογικό την αντιμικροβιολογική το αντιμικροβιολογικό
     κλητική αντιμικροβιολογικέ αντιμικροβιολογική αντιμικροβιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμικροβιολογικοί οι αντιμικροβιολογικές τα αντιμικροβιολογικά
      γενική των αντιμικροβιολογικών των αντιμικροβιολογικών των αντιμικροβιολογικών
    αιτιατική τους αντιμικροβιολογικούς τις αντιμικροβιολογικές τα αντιμικροβιολογικά
     κλητική αντιμικροβιολογικοί αντιμικροβιολογικές αντιμικροβιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμικροβιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antimicrobiological < αρχαία ελληνική ἀντί + μικρός + βίος + λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμικροβιολογικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία