αντιμικροβιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμικροβιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antimicrobiological < αρχαία ελληνική ἀντί + μικρός + βίος + λόγος
Επίθετο
επεξεργασίααντιμικροβιολογικός
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση των μικροβίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιμικροβιολογικός
|