αντικαταστημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαταστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντικαθιστώ
Μετοχή επεξεργασία
αντικαταστημένος -η -ο και αντικατεστημένος
- → δείτε τη λέξη αντικατεστημένος
αντικαταστημένος -η -ο και αντικατεστημένος