Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικατασκοπικός η αντικατασκοπική το αντικατασκοπικό
      γενική του αντικατασκοπικού της αντικατασκοπικής του αντικατασκοπικού
    αιτιατική τον αντικατασκοπικό την αντικατασκοπική το αντικατασκοπικό
     κλητική αντικατασκοπικέ αντικατασκοπική αντικατασκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικατασκοπικοί οι αντικατασκοπικές τα αντικατασκοπικά
      γενική των αντικατασκοπικών των αντικατασκοπικών των αντικατασκοπικών
    αιτιατική τους αντικατασκοπικούς τις αντικατασκοπικές τα αντικατασκοπικά
     κλητική αντικατασκοπικοί αντικατασκοπικές αντικατασκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικατασκοπικός < αντικατάσκοπος / αντικατασκοπία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντικατασκοπικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία