αντικατασκοπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικατασκοπευτικός < αντι- + κατασκοπευτικός
Επίθετο επεξεργασία
αντικατασκοπευτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικατασκοπευτικός
|
αντικατασκοπευτικός, -ή, -ό
|