αντικατάσκοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντικατάσκοπος | οι | αντικατάσκοποι |
γενική | του | αντικατάσκοπου & αντικατασκόπου |
των | αντικατάσκοπων & αντικατασκόπων |
αιτιατική | τον | αντικατάσκοπο | τους | αντικατάσκοπους & αντικατασκόπους |
κλητική | αντικατάσκοπε | αντικατάσκοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντικατάσκοπος < αντι- + κατάσκοπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterspy)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικατάσκοπος αρσενικό
- που διενεργεί αντικατασκοπία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικατάσκοπος