Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντικανονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντικανονικ
ός
η
αντικανονικ
ή
το
αντικανονικ
ό
γενική
του
αντικανονικ
ού
της
αντικανονικ
ής
του
αντικανονικ
ού
αιτιατική
τον
αντικανονικ
ό
την
αντικανονικ
ή
το
αντικανονικ
ό
κλητική
αντικανονικ
έ
αντικανονικ
ή
αντικανονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντικανονικ
οί
οι
αντικανονικ
ές
τα
αντικανονικ
ά
γενική
των
αντικανονικ
ών
των
αντικανονικ
ών
των
αντικανονικ
ών
αιτιατική
τους
αντικανονικ
ούς
τις
αντικανονικ
ές
τα
αντικανονικ
ά
κλητική
αντικανονικ
οί
αντικανονικ
ές
αντικανονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντικανονικός
<
αντι-
+
κανονικός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
antiréglementaire
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
an.di.ka.no.niˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αντικανονικός, -ή, -ό
που δεν είναι
κανονικός
που δεν συμφωνεί με τους
κανόνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντικανονικός
γαλλικά
:
antiréglementaire
(fr)
,
prohibé
(fr)
,
interdit
(fr)