↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικανονικός η αντικανονική το αντικανονικό
      γενική του αντικανονικού της αντικανονικής του αντικανονικού
    αιτιατική τον αντικανονικό την αντικανονική το αντικανονικό
     κλητική αντικανονικέ αντικανονική αντικανονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικανονικοί οι αντικανονικές τα αντικανονικά
      γενική των αντικανονικών των αντικανονικών των αντικανονικών
    αιτιατική τους αντικανονικούς τις αντικανονικές τα αντικανονικά
     κλητική αντικανονικοί αντικανονικές αντικανονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικανονικός < αντι- + κανονικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiréglementaire)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ka.no.niˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αντικανονικός, -ή, -ό

  1. που δεν είναι κανονικός
  2. που δεν συμφωνεί με τους κανόνες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία