αντιθερμαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιθερμαντικός < αντι- + θερμαντικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιθερμαντικός
- που δυσκολεύει την προσπάθεια θέρμανσης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιθερμαντικός
|