Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδιφθερικός η αντιδιφθερική το αντιδιφθερικό
      γενική του αντιδιφθερικού της αντιδιφθερικής του αντιδιφθερικού
    αιτιατική τον αντιδιφθερικό την αντιδιφθερική το αντιδιφθερικό
     κλητική αντιδιφθερικέ αντιδιφθερική αντιδιφθερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδιφθερικοί οι αντιδιφθερικές τα αντιδιφθερικά
      γενική των αντιδιφθερικών των αντιδιφθερικών των αντιδιφθερικών
    αιτιατική τους αντιδιφθερικούς τις αντιδιφθερικές τα αντιδιφθερικά
     κλητική αντιδιφθερικοί αντιδιφθερικές αντιδιφθερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδιφθερικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antidiphtérique < diphtérique < diphthérie < diphthérite < διφθέρα

  Επίθετο επεξεργασία

αντιδιφθερικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία