αντιδιφθεριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδιφθεριτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antidiphtérique < diphtérique < diphthérie < diphthérite < διφθέρα
Επίθετο επεξεργασία
αντιδιφθεριτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) άλλη μορφή του αντιδιφθερικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διφθερίτιδα και διφθέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδιφθεριτικός
|