αντιδιαδηλωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιδιαδηλωτής < αντιδιαδηλώνω + -τής < αντιδιαδήλωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-manifestation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιδιαδηλωτής αρσενικό
- αυτός που οργανώνει αντιδιαδήλωση ή μετέχει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντιδιαδηλώνω, διαδηλώνω, δηλώνω και δήλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιδιαδηλωτής