αντιαφριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαφριστικός < αντι- + αφριστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antifoaming)
Επίθετο επεξεργασία
αντιαφριστικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαφριστικός