αντιαισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαισθητικός < αντί + αισθητικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιαισθητικός
- αυτός που δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες του ωραίου και της αισθητικής
- πολλοί θεωρούν αντιαισθητική την προσέγγιση του φωτογράφου
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαισθητικός
|