ανοργασμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοργασμικός < αν- + οργασμικός < (ελληνιστική κοινή) ὀργασμός < αρχαία ελληνική ὀργάω
Επίθετο
επεξεργασίαανοργασμικός -ή -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οργασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοργασμικός