οργασμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οργασμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: orgasmique + -ικός < ελληνιστική κοινή ὀργασμός < αρχαία ελληνική ὀργάω
Επίθετο
επεξεργασίαοργασμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον οργασμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον προκαλεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οργασμός