ανοήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανοήμων & ανοήμονας |
η | ανοήμων | το | ανοήμον |
γενική | του | ανοήμονος & ανοήμονα |
της | ανοήμονος | του | ανοήμονος |
αιτιατική | τον | ανοήμονα | την | ανοήμονα | το | ανοήμον |
κλητική | ανοήμων & ανοήμονα |
ανοήμων | ανοήμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανοήμονες | οι | ανοήμονες | τα | ανοήμονα |
γενική | των | ανοημόνων | των | ανοημόνων | των | ανοημόνων |
αιτιατική | τους | ανοήμονες | τις | ανοήμονες | τα | ανοήμονα |
κλητική | ανοήμονες | ανοήμονες | ανοήμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανοήμων < αρχαία ελληνική ἀνοήμων
Επίθετο
επεξεργασίαανοήμων
- (λόγιο) ανόητος, που δεν έχει μυαλό
- ※ Αντίστιξη φυσικής επιλογής: ποιος θα επιβιώσει μιας βιβλικής καταστροφής, ο «έμφρων» φονιάς ή τα «ανοήμονα» έντομα; (εφ. Ελευθεροτυπία, 13.12.2013)
- ※ Ανοήμονες συνωμοσιολόγοι, (Εθνικός Κήρυξ, 30/8/2020 [1])
- ※ Δεν δικαιούμαι να θεωρώ ότι μου στερούν την ελευθερία και χαρακτηρίζομαι αδύναμη, ανοήμων, ασεβής στον εαυτό μου, στον συνάνθρωπό μου, στον αδερφό μου (Ελένη Α. Σακκά: "Άφθαρτη ετικέτα" - γράφει η Αγγελική Καραπάνου, ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ, 17 Ιουνίου 2021 [2])
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νους