ανθυποψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθυποψήφιος < ανθ- (<αντί) + υποψήφιος. Νεολογισμός με κύρια χρήση στην Κύπρο για αρκετά χρόνια και περιστασιακή / σπάνια χρήση στην Ελλάδα.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθυποψήφιος αρσενικό (θηλυκό ανθυποψήφια) (κυπριακά)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η λέξη, κατά τον Νίκος Σαραντάκο, ενέχει σημασιολογική αμφισημία ή αδιαφάνεια, καθόσον «το πρόθημα “ανθυπο-” στην πράξη έχει ταυτιστεί με κάτι υποδεέστερο (ανθυπολοχαγός, κατώτερος από το λοχαγό), σε σημείο που να έχει αυτονομηθεί και να το χρησιμοποιούμε σαν μειωτικό».[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Βλ. Νίκου Σαραντάκου, «Ανθυποψήφια μεζεδάκια», στο sarantakos.wordpress.com (9 Φεβρουαρίου 2013)· πρόσβαση: 2020-05-05.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθυποψήφιος
|