συνυποψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συνυποψήφιος | οι | συνυποψήφιοι |
γενική | του | συνυποψήφιου & συνυποψηφίου |
των | συνυποψήφιων & συνυποψηφίων |
αιτιατική | τον | συνυποψήφιο | τους | συνυποψήφιους & συνυποψηφίους |
κλητική | συνυποψήφιε | συνυποψήφιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνυποψήφιος αρσενικό (θηλυκό: συνυποψήφια)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνυποψήφιος
|