συνυποψήφια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνυποψήφια < συνυποψήφιος + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: συνυποψήφιος)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνυποψήφια
|
συνυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: συνυποψήφιος)
|