ανθυποψήφια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθυποψήφια < ανθυποψήφιος + -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: ανθυποψήφιος)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθυποψήφια
|
ανθυποψήφια θηλυκό (αρσενικό: ανθυποψήφιος)
|