↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανησυχαστικός η ανησυχαστική το ανησυχαστικό
      γενική του ανησυχαστικού της ανησυχαστικής του ανησυχαστικού
    αιτιατική τον ανησυχαστικό την ανησυχαστική το ανησυχαστικό
     κλητική ανησυχαστικέ ανησυχαστική ανησυχαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανησυχαστικοί οι ανησυχαστικές τα ανησυχαστικά
      γενική των ανησυχαστικών των ανησυχαστικών των ανησυχαστικών
    αιτιατική τους ανησυχαστικούς τις ανησυχαστικές τα ανησυχαστικά
     κλητική ανησυχαστικοί ανησυχαστικές ανησυχαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανησυχαστικός < αν- + ησυχάζω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ανησυχαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία