ανησυχαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανησυχαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- ανησυχαστικά
- → δείτε τις λέξεις ανήσυχος και ήσυχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανησυχαστικός
|
ανησυχαστικός, -ή, -ό
|