ανετυμολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανετυμολόγητος < (ελληνιστική κοινή) ἀνετυμολόγητος < ἐτυμολογέω / ἐτυμολογῶ < αρχαία ελληνική ἔτυμος + λέγω
Επίθετο επεξεργασία
ανετυμολόγητος, -η, -ο
- που δεν έχει ετυμολογηθεί ή δεν μπορεί να ετυμολογηθεί ή να βρεθεί η αρχική του προέλευση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανετυμολόγητος