↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναστολέας οι αναστολείς
      γενική του αναστολέα
αναστολέως
των αναστολέων
    αιτιατική τον αναστολέα τους αναστολείς
     κλητική αναστολέα αναστολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστολέας < αναστολ(ή) + (-εύς) -έας < αναστέλλω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrêt ή από την αγγλική stopper[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναστολέας αρσενικό

  1. που αναστέλλει
  2. (τεχνολογία) μηχανικό σύστημα ή χημική ουσία που αναστέλλει μια λειτουργία
    ⮡  ο αναστολέας διαφορικού στο αυτοκίνητο, δηλαδή ο μηχανισμός που τίθεται σε λειτουργία όταν ένας από τους τροχούς χάνει την πρόσφυσή του, οπότε πρέπει με κάποιο τρόπο να μειωθεί ή να σταματήσει η λειτουργία του διαφορικού
    ⮡  ο αναστολέας ενζύμων (σε φάρμακα, όπως οι αναστολείς αρωματάσης, οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, αναστολείς της αντλ΄΄ιας πρωτονίων κ.α.)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία