αναριχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναριχτός < αναρίχνω < αρχαία ελληνική ἀναρρίπτω < ἀνά + ῥίπτω
Επίθετο
επεξεργασίααναριχτός, -ή, -ό
- που έχει αναριχτεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναριχτός
|