↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναριχτός η αναριχτή το αναριχτό
      γενική του αναριχτού της αναριχτής του αναριχτού
    αιτιατική τον αναριχτό την αναριχτή το αναριχτό
     κλητική αναριχτέ αναριχτή αναριχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναριχτοί οι αναριχτές τα αναριχτά
      γενική των αναριχτών των αναριχτών των αναριχτών
    αιτιατική τους αναριχτούς τις αναριχτές τα αναριχτά
     κλητική αναριχτοί αναριχτές αναριχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναριχτός < αναρίχνω < αρχαία ελληνική ἀναρρίπτω < ἀνά + ῥίπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

αναριχτός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία