αναρίχνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρίχνω < αρχαία ελληνική ἀναρρίπτω < ἀνά + ῥίπτω
Ρήμα
επεξεργασίααναρίχνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρίχνω | ανάριχνα | θα αναρίχνω | να αναρίχνω | αναρίχνοντας | |
β' ενικ. | αναρίχνεις | ανάριχνες | θα αναρίχνεις | να αναρίχνεις | ανάριχνε | |
γ' ενικ. | αναρίχνει | ανάριχνε | θα αναρίχνει | να αναρίχνει | ||
α' πληθ. | αναρίχνουμε | αναρίχναμε | θα αναρίχνουμε | να αναρίχνουμε | ||
β' πληθ. | αναρίχνετε | αναρίχνατε | θα αναρίχνετε | να αναρίχνετε | αναρίχνετε | |
γ' πληθ. | αναρίχνουν(ε) | ανάριχναν αναρίχναν(ε) |
θα αναρίχνουν(ε) | να αναρίχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάριξα | θα αναρίξω | να αναρίξω | αναρίξει | ||
β' ενικ. | ανάριξες | θα αναρίξεις | να αναρίξεις | ανάριξε | ||
γ' ενικ. | ανάριξε | θα αναρίξει | να αναρίξει | |||
α' πληθ. | αναρίξαμε | θα αναρίξουμε | να αναρίξουμε | |||
β' πληθ. | αναρίξατε | θα αναρίξετε | να αναρίξετε | αναρίξτε | ||
γ' πληθ. | ανάριξαν αναρίξαν(ε) |
θα αναρίξουν(ε) | να αναρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναρίξει | είχα αναρίξει | θα έχω αναρίξει | να έχω αναρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις αναρίξει | είχες αναρίξει | θα έχεις αναρίξει | να έχεις αναρίξει | έχε αναριγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναρίξει | είχε αναρίξει | θα έχει αναρίξει | να έχει αναρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρίξει | είχαμε αναρίξει | θα έχουμε αναρίξει | να έχουμε αναρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε αναρίξει | είχατε αναρίξει | θα έχετε αναρίξει | να έχετε αναρίξει | έχετε αναριγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναρίξει | είχαν αναρίξει | θα έχουν αναρίξει | να έχουν αναρίξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναριγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναριγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναριγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναριγμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρίχνω
|