αναποχώριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναποχώριστος < αν- + αποχωρίζομαι + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααναποχώριστος, -η, -ο
- που δεν έχει αποχωριστεί ή δεν μπορεί να αποχωριστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναποχώριστος