Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμορφικός η αναμορφική το αναμορφικό
      γενική του αναμορφικού της αναμορφικής του αναμορφικού
    αιτιατική τον αναμορφικό την αναμορφική το αναμορφικό
     κλητική αναμορφικέ αναμορφική αναμορφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμορφικοί οι αναμορφικές τα αναμορφικά
      γενική των αναμορφικών των αναμορφικών των αναμορφικών
    αιτιατική τους αναμορφικούς τις αναμορφικές τα αναμορφικά
     κλητική αναμορφικοί αναμορφικές αναμορφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμορφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anamorphic < anamorph < ελληνιστική κοινή ἀναμορφόω < αρχαία ελληνική μορφή

  Επίθετο επεξεργασία

αναμορφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία