αναμορφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμορφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anamorphic < anamorph < ελληνιστική κοινή ἀναμορφόω < αρχαία ελληνική μορφή
Επίθετο
επεξεργασίααναμορφικός
- (οπτική, κινηματογράφος) (για φακούς) που δημιουργεί εικόνες με κάποιου είδους παραμόρφωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναμορφώνω, μορφώνω και μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμορφικός