Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμορφώνω < μεταγενέστερη ελληνική ἀναμορφόω-ἀναμορφῶ

αναμορφώνω (παθητικό: αναμορφώνομαι)

  1. αλλάζω σημαντικά και σε βάθος κάτι, του δίνω νέα μορφή αλλά και νέα ουσία
    Πρέπει να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα
    Αποφάσισαν να αναμορφώσουν την οδό Πανεπιστημίου
  2. εκπαιδεύω σε νέες βάσεις ώστε να φέρω στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό ενός ανθρώπου και να μπορέσει αυτός να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύστημα


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία