reform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reform | reforms |
reform (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η μεταρρύθμιση
- ↪ All our efforts at reform have been set back.
- Όλες μας οι προσπάθειες για μεταρρύθμιση εμποδίστηκαν.
- ↪ All our efforts at reform have been set back.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reforms |
αόριστος | reformed |
παθητική μετοχή | reformed |
ενεργητική μετοχή | reforming |
reform (en)
- μεταρρυθμίζω, βελτιώνω με αλλαγές ένα σύστημα, έναν οργανισμό, έναν νόμο κτλ.
- ↪ We are reforming the system.
- Μεταρρυθμίζουμε το σύστημα.
- ↪ We are reforming the system.