Δείτε επίσης: μεταμορφωτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναμορφωτής οι αναμορφωτές
      γενική του αναμορφωτή των αναμορφωτών
    αιτιατική τον αναμορφωτή τους αναμορφωτές
     κλητική αναμορφωτή αναμορφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμορφωτής < μεταμορφώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réformateur[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναμορφωτής αρσενικό

  • ο καινοτόμος σε έναν τομέα ή σε πολλούς, εκείνος που εισηγείται ριζικές και θετικές αλλαγές για να αναμορφωθεί και να βελτιωθεί ο τομέας αυτός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία