αναλωθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναλωθείς & αναλωθέντας |
η | αναλωθείσα | το | αναλωθέν |
γενική | του | αναλωθέντος & αναλωθέντα |
της | αναλωθείσας & αναλωθείσης* |
του | αναλωθέντος |
αιτιατική | τον | αναλωθέντα | την | αναλωθείσα | το | αναλωθέν |
κλητική | αναλωθείς & αναλωθέντα |
αναλωθείσα | αναλωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναλωθέντες | οι | αναλωθείσες | τα | αναλωθέντα |
γενική | των | αναλωθέντων | των | αναλωθεισών | των | αναλωθέντων |
αιτιατική | τους | αναλωθέντες | τις | αναλωθείσες | τα | αναλωθέντα |
κλητική | αναλωθέντες | αναλωθείσες | αναλωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααναλωθείς
- που ξοδεύτηκε, αναλώθηκε, δαπανήθηκε, που έγινε πλήρης χρήση του
- οι αναλωθείσες ποσότητες καυσίμων, κιλοβατώρες, πρώτες ύλες
- τα αναλωθέντα φυσίγγια, υλικά κ.λπ.
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναλωθείς
- (να, ας ...) β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλώνομαι
- θα αναλωθείς: β΄ ενικό μέλλοντα του ρήματος αναλώνομαι