ανακρεόντειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακρεόντειος < καθαρεύουσα Ἀνακρεόντειος < (ελληνιστική κοινή) Ἀνακρεόντειος
Επίθετο επεξεργασία
ανακρεόντειος
- σχετικός, συναφής, συγγενής με την ποίηση του ίδιου του ποιητή Ανακρέοντα
- ανακρεόντειο μέτρο (ένα μέτρο που ορισμένοι θεώρησαν ως το αγαπημένο του Ανακρέοντα (ίσως 572-488 π.Χ.)
- ανακρεόντειο έργο
- σχετικό με ποίηση που παραπέμπει στον Ανακρέοντα, που είναι δηλαδή βακχική, εστιαζόμενη στο κρασί, τον έρωτα και τις χαρές της ζωής, χωρίς απαραιτήτως να έχει γραφεί από εκείνον
- Ανακρεόντεια (ως ουσιαστικό) αποκαλούνται μια σειρά από έργα που παλιότερα αποδίδονταν με σιγουριά στον Ανακρέοντα και που από το 1900 και μετά όμως εγείρονται όμως πολλές ενστάσεις για το κατά πόσον γράφτηκαν όντως από εκείνον -με κυρίαρχη την άποψη ότι μάλλον δεν είναι γνήσια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακρεόντειος