Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναζητούμενος η αναζητούμενη το αναζητούμενο
      γενική του αναζητούμενου της αναζητούμενης του αναζητούμενου
    αιτιατική τον αναζητούμενο την αναζητούμενη το αναζητούμενο
     κλητική αναζητούμενε αναζητούμενη αναζητούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναζητούμενοι οι αναζητούμενες τα αναζητούμενα
      γενική των αναζητούμενων των αναζητούμενων των αναζητούμενων
    αιτιατική τους αναζητούμενους τις αναζητούμενες τα αναζητούμενα
     κλητική αναζητούμενοι αναζητούμενες αναζητούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναζητούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αναζητώ

  Μετοχή επεξεργασία

αναζητούμενος


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία