Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναδημιουργικός η αναδημιουργική το αναδημιουργικό
      γενική του αναδημιουργικού της αναδημιουργικής του αναδημιουργικού
    αιτιατική τον αναδημιουργικό την αναδημιουργική το αναδημιουργικό
     κλητική αναδημιουργικέ αναδημιουργική αναδημιουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναδημιουργικοί οι αναδημιουργικές τα αναδημιουργικά
      γενική των αναδημιουργικών των αναδημιουργικών των αναδημιουργικών
    αιτιατική τους αναδημιουργικούς τις αναδημιουργικές τα αναδημιουργικά
     κλητική αναδημιουργικοί αναδημιουργικές αναδημιουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδημιουργικός < αναδημιουργία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αναδημιουργικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία